απροσδιονυσος

απροσδιονυσος
    ἀπροσδιόνυσος
    ἀ-προσδιόνῡσος
    2
    досл. не имеющий отношения к дионисийским празднествам

(ἑορτη Plut.)

; перен. ни с чем не вяжущийся, не имеющий отношения к делу
    

(μηδ΄ ἄμουσος μηδ΄ ἀ. Plut.; διηγήσασθαι οὐκ ἀπροσδιόνυσόν τι Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "απροσδιονυσος" в других словарях:

  • απροσδιόνυσος — η, ο (Α ἀπροσδιόνυσος, ον) 1. ο άσχετος προς τη λατρεία του Διονύσου 2. ξένος και άσχετος προς κάτι, αταίριαστος …   Dictionary of Greek

  • ἀπροσδιόνυσος — ἀπροσδιόνῡσος , ἀπροσδιόνυσος unconnected with the worship of Dionysus masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδιόνυσ' — ἀπροσδιόνῡσα , ἀπροσδιόνυσος unconnected with the worship of Dionysus neut nom/voc/acc pl ἀπροσδιόνῡσε , ἀπροσδιόνυσος unconnected with the worship of Dionysus masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδιόνυσον — ἀπροσδιόνῡσον , ἀπροσδιόνυσος unconnected with the worship of Dionysus masc/fem acc sg ἀπροσδιόνῡσον , ἀπροσδιόνυσος unconnected with the worship of Dionysus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδιονύσους — ἀπροσδιονύ̱σους , ἀπροσδιόνυσος unconnected with the worship of Dionysus masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδιόνυσα — ἀπροσδιόνῡσα , ἀπροσδιόνυσος unconnected with the worship of Dionysus neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»